- δύστηκτος
- -η, -ο (Α δύστηκτος, -ον)αυτός που δύσκολα τήκεται, που δύσκολα λειώνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύστηκτος — hard to melt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστηκτότερον — δύστηκτος hard to melt adverbial comp δύστηκτος hard to melt masc acc comp sg δύστηκτος hard to melt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστηκτότερα — δύστηκτος hard to melt neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστήκτους — δύστηκτος hard to melt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύστηκτα — δύστηκτος hard to melt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύτηκτος — η, ο αυτός που λιώνει εύκολα: Εύτηκτο μέταλλο (αντίθ. δύστηκτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)